εκτελωνισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εκτελωνισμός | οι | εκτελωνισμοί |
| γενική | του | εκτελωνισμού | των | εκτελωνισμών |
| αιτιατική | τον | εκτελωνισμό | τους | εκτελωνισμούς |
| κλητική | εκτελωνισμέ | εκτελωνισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εκτελωνισμός < εκτελωνίζω + -μός
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις εκτελωνίζω και τελώνης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.