αμαρτωλός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμαρτωλός η αμαρτωλή το αμαρτωλό
      γενική του αμαρτωλού της αμαρτωλής του αμαρτωλού
    αιτιατική τον αμαρτωλό την αμαρτωλή το αμαρτωλό
     κλητική αμαρτωλέ αμαρτωλή αμαρτωλό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμαρτωλοί οι αμαρτωλές τα αμαρτωλά
      γενική των αμαρτωλών των αμαρτωλών των αμαρτωλών
    αιτιατική τους αμαρτωλούς τις αμαρτωλές τα αμαρτωλά
     κλητική αμαρτωλοί αμαρτωλές αμαρτωλά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αμαρτωλός < αρχαία ελληνική ἁμαρτωλός

Επίθετο

αμαρτωλός, -ή, -ό

  1. (και ως ουσιαστικό) που έχει διαπράξει αμαρτίες, έχει παραβεί τους κανόνες της θρησκείας
    ένας αμαρτωλός άνθρωπος
  2. (μεταφορικά) που έχει παραβιάσει ηθικούς και ποινικούς νόμους
  3. που αποτελεί αμαρτία ή περιέχει αμαρτίες
    μια αμαρτωλή πράξη
    έζησε αμαρτωλή ζωή

Μεταφράσεις

Ουσιαστικό

αμαρτωλός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.