ατελώνιστα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ατελώνιστα
<
ατελώνιστος
+
-α
Επίρρημα
ατελώνιστα
χωρίς να έχουν περάσει
τελωνείο
Μεταφράσεις
ατελώνιστα
Επίρρημα
ατελώνιστα
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
,
ουδέτερου
γένους
του
ατελώνιστος
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.