εκτελωνιστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκτελωνιστικός η εκτελωνιστική το εκτελωνιστικό
      γενική του εκτελωνιστικού της εκτελωνιστικής του εκτελωνιστικού
    αιτιατική τον εκτελωνιστικό την εκτελωνιστική το εκτελωνιστικό
     κλητική εκτελωνιστικέ εκτελωνιστική εκτελωνιστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκτελωνιστικοί οι εκτελωνιστικές τα εκτελωνιστικά
      γενική των εκτελωνιστικών των εκτελωνιστικών των εκτελωνιστικών
    αιτιατική τους εκτελωνιστικούς τις εκτελωνιστικές τα εκτελωνιστικά
     κλητική εκτελωνιστικοί εκτελωνιστικές εκτελωνιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εκτελωνιστικός < εκτελωνιστής + -ικός

Επίθετο

εκτελωνιστικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.