αρχιτελώνης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αρχιτελώνης | οι | αρχιτελώνες |
| γενική | του | αρχιτελώνη | των | αρχιτελωνών |
| αιτιατική | τον | αρχιτελώνη | τους | αρχιτελώνες |
| κλητική | αρχιτελώνη | αρχιτελώνες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αρχιτελώνης < (ελληνιστική κοινή) ἀρχιτελώνης < αρχαία ελληνική ἀρχή + τελώνης < τέλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷel- (κινώ, στρίβω)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.