ταχυδρόμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ταχυδρόμος οι ταχυδρόμοι
      γενική του/της ταχυδρόμου των ταχυδρόμων
    αιτιατική τον/την ταχυδρόμο τους/τις ταχυδρόμους
     κλητική ταχυδρόμε ταχυδρόμοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ταχυδρόμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ταχυδρόμος (αυτός που τρέχει γρήγορα) < (ταχύς) ταχυ- + -δρόμος (δρόμος)
Ταχυδρόμος στην Πορτογαλία.

Προφορά

ΔΦΑ : /ta.çiˈðɾo.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ταχυδρόμος

Ουσιαστικό

ταχυδρόμος αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

  • ταχυδρομικός διανομέας

Υπώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ταχυδρόμος τὸ ταχυδρόμον
      γενική τοῦ/τῆς ταχυδρόμου τοῦ ταχυδρόμου
      δοτική τῷ/τῇ ταχυδρόμ τῷ ταχυδρόμ
    αιτιατική τὸν/τὴν ταχυδρόμον τὸ ταχυδρόμον
     κλητική ! ταχυδρόμε ταχυδρόμον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ταχυδρόμοι τὰ ταχυδρόμ
      γενική τῶν ταχυδρόμων τῶν ταχυδρόμων
      δοτική τοῖς/ταῖς ταχυδρόμοις τοῖς ταχυδρόμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ταχυδρόμους τὰ ταχυδρόμ
     κλητική ! ταχυδρόμοι ταχυδρόμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ταχυδρόμω τὼ ταχυδρόμω
      γεν-δοτ τοῖν ταχυδρόμοιν τοῖν ταχυδρόμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ταχυδρόμος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ταχυ- + -δρόμος
Και ουσιαστικοποιημένο αρσενικό .

Επίθετο

ταχυδρόμος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

  • που τρέχει γρήγορα
      6ος πκε αιώνας [μεσαιωνικά χφφ] Αίσωπος, Αἰσώπου μῦθοι, Ημίονος, 285.2
    «πατήρ μού ἐστιν ἵππος ὁ ταχυδρόμος, κἀγὼ δὲ αὐτῷ ὅλη ἀφωμοιώθην».
    • «Πατέρα μου έχω το άλογο το γοργοποδαράτο, ίδιος με δαύτο είμαι κι εγώ, όλος από πάνω ώς κάτω».
      Μετάφραση: Κωνσταντάκος, Ιωάννης Μ., Αθήνα: Κίχλη @greeklanguage.gr Απόσπασμα από το μύθο: Το μουλάρι.
    • «Πατέρας μου είναι το γρήγορο άλογο, και εγώ είμαι όμοιος με εκείνον, κληρονόμησα όλες τις αρετές του πατέρα μου.»
      Μετάφραση: Βικιθήκη.

Ουσιαστικό

ταχυδρόμος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

  • ταχυδρομέω
  • ταχυδρομία

 και δείτε τις λέξεις ταχύς και δρόμος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.