-δρόμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | -δρόμος | οι | -δρόμοι |
| γενική | του | -δρόμου | των | -δρόμων |
| αιτιατική | τον | -δρόμο | τους | -δρόμους |
| κλητική | -δρόμε | -δρόμοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -δρόμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -δρομος < δρόμος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈðɾo.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -δρό‐μος
Επίθημα
-δρόμος αρσενικό
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -δρόμος στο Βικιλεξικό
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- -δρόμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -δρομος < δρόμος
Επίθημα
-δρόμος αρσενικό
- δεύτερο συνθετικό ουσιαστικών ή επιθέτων που χαρακτηρίζει κάποιον που τρέχει σε αγώνα ή με τον τρόπο που ορίζεται στο πρώτο συνθετικό
- ἀστεροδρόμος
- γοργοδρόμος
Σύνθετα
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -δρόμος στο Βικιλεξικό
Συγγενικά
- -δρομος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- -δρόμος < δρόμος (αγώνας δρόμου)
Επίθημα
-δρόμος αρσενικό
- δεύτερο συνθετικό ουσιαστικών ή επιθέτων που χαρακτηρίζει κάποιον που τρέχει σε αγώνα ή με τον τρόπο που ορίζεται στο πρώτο συνθετικό
- σταδιοδρόμος (αρσενικό ρουσιαστικό)
- ὁπλιτοδρόμος (ελληνιστικό επίθετο)
Σύνθετα
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -δρόμος στο Βικιλεξικό
Συγγενικά
- -δρομος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.