ταχυδρομώ
Νέα ελληνικά (el)

Άντρας που ταχυδρομεί γράμμα.
Ετυμολογία
- ταχυδρομώ < ταχυδρομείο
Προφορά
- ΔΦΑ : /ta.çi.ðɾoˈmo/
Ρήμα
ταχυδρομώ
- παραδίδω επιστολή ή δέμα στο ταχυδρομείο (ή το ρίχνω στο ταχυδρομικό κουτί) για να αποσταλεί
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.