αλληλογραφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αλληλογραφία | οι | αλληλογραφίες |
| γενική | της | αλληλογραφίας | των | αλληλογραφιών |
| αιτιατική | την | αλληλογραφία | τις | αλληλογραφίες |
| κλητική | αλληλογραφία | αλληλογραφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
αλληλογραφία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.