ταμπούρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ταμπούρι τα ταμπούρια
      γενική του ταμπουριού των ταμπουριών
    αιτιατική το ταμπούρι τα ταμπούρια
     κλητική ταμπούρι ταμπούρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ταμπούρι < μεσαιωνική ελληνική ταμπούρι < τουρκική tabur < οθωμανική τουρκική طابور

Προφορά

ΔΦΑ : /taˈbu.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ταμπούρι

Ουσιαστικό

ταμπούρι ουδέτερο

  1. (κυριολεκτικά, λαϊκότροπο) αμυντικό προπέτασμα, χαράκωμα, οχύρωμα, προμαχώνας
      Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλικάρια, / δώσ’ τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες, / γλήγορα και να πιάσουμε κάτω στην Αλαμάνα, / που 'ναι ταμπούρια δυνατά κι όμορφα μετερίζια. (Του Διάκου, Τα Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, Εκδοτικόν Γραφείον Σείριος, 1970, σελ. 82)
  2. (μεταφορικά) σημείο άμυνας ή κάλυψης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.