ταϊφάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ταϊφάς οι ταϊφάδες
      γενική του ταϊφά των ταϊφάδων
    αιτιατική τον ταϊφά τους ταϊφάδες
     κλητική ταϊφά ταϊφάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ταϊφάς < τουρκική tayfa < αραβική طائفة (ṭāʾifa)

Ουσιαστικό

ταϊφάς αρσενικό (παρωχημένο)

  1. (ναυτικός όρος) το τσούρμο[1]
  2. (ναυτικός όρος) ναύτης
  3. (στρατιωτικός όρος) στρατός ατάκτων, ασκέρι, λεφούσι, μπουλούκι[1]
      Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλικάρια, | δώσ’ τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες, | γλήγορα και να πιάσουμε κάτω στην Αλαμάνα, | πού 'ναι ταμπούρια δυνατά κι όμορφα μετερίζια.
    «Του Διάκου», στο: Νικόλαος Ι. Κουφός, Τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Ανθολογία δημοτικής ποιήσεως (Αθήνα: Σείριος, 1970), σ. 82.
  4. φάρα, φυλή[2]
  5.  δείτε και τη λέξη ταϊφά (ουδέτερο}

Συγγενικά

επώνυμα:

Σημειώσεις

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά. Τέχνες και σύνεργα (Αθήνα: Τυπογραφείο «Εστία», 1931), σ. 205. Στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών Ανέμη· πρόσβαση: 2022-09-12.
  2. Π. Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά, ό.π., σ. 208· πρόσβαση: 2022-09-12. Ο Βλαστός ως συγγραφέας έκανε χρήση της λέξης, έχοντας απορρίψει την αρβανίτικη φάρα και την αρχαία ελληνική φυλή, για να υποδηλώσει ένα κοινωνικό σύστημα στο οποίο «το άτομο είναι όργανο και κοπέλι της κοινωνίας», σε αντίθεση με το σύστημα που ονομάζει «πολιτισμό», όπου «η κοινωνία δουλέβει για την ωφέλεια του ατόμου»· βλ. Ελένη Νταή, «Όψεις του έργου του Πέτρου Βλαστού: η Ινδία, η φυλή και το εξέχον άτομο», Νέα Εστία 1869 (Ιούνιος 2016), σελ. 602.



Ποντιακά (pnt)

Ετυμολογία

ταϊφάς <  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

ταϊφάς αρσενικό

Αναφορές

  1. ταϊφάς, pontos-news.gr/lexicon
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.