αμυντικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αμυντικός | η | αμυντική | το | αμυντικό |
| γενική | του | αμυντικού | της | αμυντικής | του | αμυντικού |
| αιτιατική | τον | αμυντικό | την | αμυντική | το | αμυντικό |
| κλητική | αμυντικέ | αμυντική | αμυντικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αμυντικοί | οι | αμυντικές | τα | αμυντικά |
| γενική | των | αμυντικών | των | αμυντικών | των | αμυντικών |
| αιτιατική | τους | αμυντικούς | τις | αμυντικές | τα | αμυντικά |
| κλητική | αμυντικοί | αμυντικές | αμυντικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αμυντικός < αμύνομαι
Επίθετο
αμυντικός,ή,ό
- ο σχετικός με την άμυνα μιας χώρας ή ομάδας σε αντιδιαστολή προς τον σχετικό με την επίθεση
- αμυντικά έργα, αμυντικά όπλα, αμυντικός μηχανισμός
- ο σχετικός με την ψυχολογική στάση η οποία υποδηλώνει άμυνα σε επίθεση και η οποία συχνά συνοδεύεται από αρνητικές συμπεριφορές καθώς το υποκείμενο αισθάνεται ότι στοχοποιώ
Ουσιαστικό
αμυντικός αρσενικό
- ο παίκτης που σε μια ομάδα έχει μια καθορισμένη θέση στον σχηματισμό της άμυνάς της
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.