βόλι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βόλι < μεσαιωνική ελληνική βόλιον < υποκοριστικό της ελληνιστικής λέξης βόλος (για τα ζάρια και τους βόλους από γυαλί ή τους σβόλους από χώμα) < αρχαία ελληνική βῶλος
Ουσιαστικό
βόλι ουδέτερο
- το σφαιρίδιο από μολύβι που χρησιμοποιούσαν στα πρώτα πυροβόλα όπλα σαν σφαίρα
- (γενικότερα) σφαίρα πυροβόλου όπλου
Εκφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.