προπέτασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | προπέτασμα | τα | προπετάσματα |
| γενική | του | προπετάσματος | των | προπετασμάτων |
| αιτιατική | το | προπέτασμα | τα | προπετάσματα |
| κλητική | προπέτασμα | προπετάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προπέτασμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
προπέτασμα ουδέτερο
- καθετί που καλύπτει αυτά που βρίσκονται πίσω από αυτό
- το παραπέτασμα, η κουρτίνα
- (μεταφορικά) το πρόσχημα
Συνώνυμα
- προκάλυμμα
- πέπλο
- πέπλος
- ένδυμα
- μανδύας
- παραβάν
- διαχώρισμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.