προπέτασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προπέτασμα τα προπετάσματα
      γενική του προπετάσματος των προπετασμάτων
    αιτιατική το προπέτασμα τα προπετάσματα
     κλητική προπέτασμα προπετάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προπέτασμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

προπέτασμα ουδέτερο

  1. καθετί που καλύπτει αυτά που βρίσκονται πίσω από αυτό
  2. το παραπέτασμα, η κουρτίνα
  3. (μεταφορικά) το πρόσχημα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.