προπύργιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προπύργιο τα προπύργια
      γενική του προπύργιου
& προπυργίου
των προπύργιων
& προπυργίων
    αιτιατική το προπύργιο τα προπύργια
     κλητική προπύργιο προπύργια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προπύργιο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

προπύργιο ουδέτερο

  • μικρός πύργος μπροστά από άλλους μεγαλύτερους

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.