κάλυψη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κάλυψη | οι | καλύψεις |
| γενική | της | κάλυψης* | των | καλύψεων |
| αιτιατική | την | κάλυψη | τις | καλύψεις |
| κλητική | κάλυψη | καλύψεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, καλύψεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κάλυψη < καλύπτω
Ουσιαστικό
κάλυψη θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καλύπτω
- η κατάσταση του καλύπτομαι
- κάτι που χρησιμοποιώ για να αποκρύψω την ταυτότητά μου ή να περάσω απαρατήρητος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.