μπαρούτη

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μπαρούτη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

μπαρούτη θηλυκό

 δείτε τη λέξη μπαρούτι
  •   Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλικάρια, / δώσ’ τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες, / γλήγορα και να πιάσουμε κάτω στην Αλαμάνα, / που 'ναι ταμπούρια δυνατά κι όμορφα μετερίζια. (Του Διάκου, Τα Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, Εκδοτικόν Γραφείον Σείριος, 1970, σελ. 82)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.