ταμπούρλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ταμπούρλο | τα | ταμπούρλα |
| γενική | του | ταμπούρλου | των | ταμπούρλων |
| αιτιατική | το | ταμπούρλο | τα | ταμπούρλα |
| κλητική | ταμπούρλο | ταμπούρλα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

ταμπούρλα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ta(m)ˈbuɾ.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐μπούρ‐λο
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ταμπούρλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.