Αλαμάνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Αλαμάνα | οι | Αλαμάνες |
| γενική | της | Αλαμάνας | των | (Αλαμανών) |
| αιτιατική | την | Αλαμάνα | τις | Αλαμάνες |
| κλητική | Αλαμάνα | Αλαμάνες | ||
| Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.laˈma.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐λα‐μά‐να
Κύριο όνομα
Αλαμάνα θηλυκό
- (παρωχημένο) ποταμός της Ελλάδας, ο Σπερχειός
- η περιοχή γύρω από γέφυρα του ποταμού κοντά στις Θερμοπύλες, όπου έγινε η Μάχη της Αλαμάνας
Συγγενικά
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.