τέλμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τέλμα | τα | τέλματα |
| γενική | του | τέλματος | των | τελμάτων |
| αιτιατική | το | τέλμα | τα | τέλματα |
| κλητική | τέλμα | τέλματα | ||
| Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τέλμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τέλμα
- μεταφορική σημασία < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική stagnant, stagnation [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈtel.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τέλ‐μα
Ουσιαστικό
τέλμα ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) η έκταση με λιμνάζοντα νερά
- ≈ συνώνυμα: βάλτος, βούρκος, έλος
- ↪ Στα ανατολικά του φράγματος υπάρχει ένα μικρό τέλμα, εποχιακής πλήρωσης με νερό των βροχών.
- ※ Αὗται εἶναι, κύριοι Πελαργοί, αἰ χῶραι τοῦ ἔθνους τῶν Ἑλλήνων τῶν ἀπογόνων τῶν Πελασγῶν, τῶν συγγενῶν μας. Τῶν χωρῶν τούτων ἐπεσκόπησα πᾶσαν λίμνην, πάντα ποταμόν, πᾶν τέλμα, πᾶν ῥυάκιον, πᾶν ἕλος. Γνωρίζω αὐτὰς ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον καὶ ἐμελέτησα λεπτομερῶς τὰ κατὰ τοὺς Ἕλληνας. (Βλάσιος Σκορδέλης, Πελαργοί και Έλληνες, σελ. 235, Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1889)
- (μεταφορικά) η κατάσταση που δεν προχωράει, δεν αλλάζει, που χαρακτηρίζεται από ακινησία ή αδράνεια
- ↪ Μετά την αποτυχία του στις εξετάσεις έχει βυθιστεί σε ένα τέλμα.
- ※ Στο τέλμα της ύφεσης η ελληνική οικονομία (εφημερίδα Το Βήμα, 08.09.2011)
- ≈ συνώνυμα: στασιμότητα
Συγγενικά
- αποτελματικός
- αποτελμάτωμα
- αποτελματωμένος
- αποτελματώνω
- αποτελμάτωση
- ατελμάτωτος
- τελματικός
- τελματόβιος
- τελματοδίαιτος
- τελματώδης
- τελματωδώς
- τελματωμένος
- τελματώνω
- τελμάτωση
Αναφορές
- τέλμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | τέλμᾰ | τὰ | τέλμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | τέλμᾰτος | τῶν | τελμᾰ́των |
| δοτική | τῷ | τέλμᾰτῐ | τοῖς | τέλμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | τέλμᾰ | τὰ | τέλμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | τέλμᾰ | τέλμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τέλμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | τελμᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τέλμα < άγνωστης ετυμολογίας
Ουσιαστικό
τέλμα ουδέτερο
- τέλμα, όπως και στα νέα ελληνικά
- ※ ὄμβριον ὕδωρ ἂν εἴχετ᾽ ἐν τοῖς τέλμασιν (Αριστοφάνης, Ὄρνιθες, 1593)
- χαμηλά εδάφη που κινδυνεύουν από πλημμύρες
- ※ ἐπεὰν δὲ πληθύνεσθαι ἄρχηται ὁ Νεῖλος, τά τε κοῖλα τῆς γῆς καὶ τὰ τέλματα τὰ παρὰ τὸν ποταμὸν πρῶτα ἄρχεται πίμπλασθαι διηθέοντος τοῦ ὕδατος ἐκ τοῦ ποταμοῦ: καὶ αὐτίκα τε πλέα γίνεται ταῦτα καὶ παραχρῆμα ἰχθύων σμικρῶν πίμπλαται πάντα (Ηρόδοτος, 2,93,5)
- → λείπει η μετάφραση
- η λάσπη λιμνάζοντος ύδατος, η ιλύς, ο βόρβορος
- ο πηλός που χρησιμοποιείται από τους χτίστες, λάσπη, ασβεστοκονία(μα)
- ※ τέλματι χρεώμενοι ἀσφάλτῳ (Ηρόδοτος, 1, 79)
Συγγενικά
- τελματιαῖος
- τελματoοῦμαι
- τελματώδης
- τελμίς
Πηγές
- τέλμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τέλμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.