τελμάτωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τελμάτωση οι τελματώσεις
      γενική της τελμάτωσης* των τελματώσεων
    αιτιατική την τελμάτωση τις τελματώσεις
     κλητική τελμάτωση τελματώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τελματώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τελμάτωση < τελματώνω + -ση

Ουσιαστικό

τελμάτωση θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του τελματώνω
  2. (μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του τελματώνω
     συνώνυμα: αποτελμάτωση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.