πηλός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
αρσενικό αρσενικό ουδέτερο
ονομαστική ο πηλός οι πηλοί τα πηλά
      γενική του πηλού των πηλών των πηλών
    αιτιατική τον πηλό τους πηλούς τα πηλά
     κλητική πηλέ πηλοί πηλά
Κατηγορία όπως «δεσμός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πηλός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πηλός
Δοχεία από πηλό.

Προφορά

ΔΦΑ : /piˈlos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πηλός

Ουσιαστικό

πηλός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πηλός οἱ πηλοί
      γενική τοῦ πηλοῦ τῶν πηλῶν
      δοτική τῷ πηλ τοῖς πηλοῖς
    αιτιατική τὸν πηλόν τοὺς πηλούς
     κλητική ! πηλέ πηλοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πηλώ
γεν-δοτ τοῖν  πηλοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πηλός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πηλός αρσενικό

  1. πηλός, όπως του αγγειοπλάστη
  2. (συνεκδοχικά) λάσπη, βούρκος
  3. (μεταφορικά) θολό κρασί

Εκφράσεις

  • ἔξω κομίζειν πηλοῦ πόδα
  • κόνις πηλοῦ κάσις ξύνουρος

Παράγωγα

 ετυμολογικό πεδίο 
πηλ- 
  • ἀκρόπηλος
  • ἔμπηλος
  • παραπηλωτός
  • περιπηλόω
  • περιπήλωσις
  • πηλαῖος
  • πηλακίζω & συγγενικά
  • πηλακισμός
  • πηλάριον
  • Πηλεύς & παράγωγα
  • πηλοβάτης
  • πηλοδευστέω
  • πηλοδομέω
  • πηλόδομος
  • πηλοεργίη
  • πηλοεψητής
  • πήλοθεν
  • πηλόγονος
  • πηλόομαι
  • πηλοπατέω
  • πηλοπατίδες
  • πηλοπλάθος
  • πηλόπλαστος
  • πηλοπλάτων
  • πηλοποιέω
  • πηλοποιητικός
  • πηλοποιία
  • πηλοποιός
  • πηλοστρόφιον
  • πηλότροφος
  • πηλουργία
  • πηλουργός
  • πηλόω
  • πηλοφορέω
  • πηλοφόρος
  • πηλόχυτος
  • πήλυι
  • πηλώδης
  • πηλώεις
  • πήλωμα
  • πήλωσις
  • προπηλακίζω & συγγενικά
  • προσπηλόω
  • συμπηλόω

Δε σχετίζεται η πήληξ. Πιθανόν, σχετίζεται το Πηλούσιον.

  • (Χρειάζεται διευκρίνιση το Πήλιον)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.