ασβεστοκονίαμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ασβεστοκονίαμα | τα | ασβεστοκονιάματα |
| γενική | του | ασβεστοκονιάματος | των | ασβεστοκονιαμάτων |
| αιτιατική | το | ασβεστοκονίαμα | τα | ασβεστοκονιάματα |
| κλητική | ασβεστοκονίαμα | ασβεστοκονιάματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ασβεστοκονίαμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ασβεστοκονίαμα ουδέτερο
- μείγμα από ασβέστη, άμμο και νερό, σε αναλογία 1 προς 2 ή 3, που χρησιμοποιείται στην οικοδομική ως συνδετικό υλικό και για επίχριση των επιφανειών των τοίχων (σοβάτισμα).
Μεταφράσεις
ασβεστοκονίαμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.