βόρβορος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βόρβορος | οι | βόρβοροι |
| γενική | του | βόρβορου & βορβόρου |
των | βόρβορων & βορβόρων |
| αιτιατική | τον | βόρβορο | τους | βόρβορους & βορβόρους |
| κλητική | βόρβορε | βόρβοροι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Σπάνια στον πληθυντικό | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βόρβορος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βόρβορος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈvoɾ.vo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βόρ‐βο‐ρος
Ουσιαστικό
βόρβορος αρσενικό
- λάσπη με ακαθαρσίες και δυσοσμία που εμφανίζεται στον πυθμένα υδάτινων εκτάσεων (π.χ. λιμάνια, ποτάμια, λίμνες κ.λπ.)
- ≈ συνώνυμα: βούρκος
- ※ Ἰδοὺ λοιπόν· ἐρευνῶ τὸ στερέωμα ἀπὸ σπόντα βυθίζων τὸ βλέμμα εἰς τὸ βάθος τοῦ ἀπείρου… βορβόρου. (Κωνσταντίνος Σκόκος, «Ο αλάνθαστος και αψευδής Καζαμίας του 1886», στο Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886)
- (μεταφορικά) η έσχατη ηθική κατάπτωση και διαφθορά
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- βόρβορος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βόρβορος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.