υπερσύνδεση

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

υπερσύνδεση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

υπερσύνδεση θηλυκό

  1. το να μετατρέπω λέξη, εικόνα ή άλλη εφαρμογή σε υπερσύνδεσμο
    • το να περικλείω λέξη στο Βικιλεξικό ανάμεσα σε [ [ ... ] ] οπότε εάν την κλικάρω οδηγούμαι στην σελίδα της
  2. ο υπερσύνδεσμος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.