binding
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈbaɪndɪŋ/
- ⓘ
Ουσιαστικό
binding (en)
Πολυλεκτικοί όροι
προγραμματισμός:
-
binding στην αγγλική Βικιπαίδεια

-
(προγραμματισμός) Name binding στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές
- Τεχνικές αντικειμενοστρεφούς προγραμματισμού, σελ. 24, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Πρόσβαση 2019-11-20
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.