binding

Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈbaɪndɪŋ/
 

Ουσιαστικό

binding (en)

  1. το δέσιμο
  2. το δέσιμο ενός βιβλίου, η βιβλιοδεσία
  3. (προγραμματισμός) δέσμευση[1] ή σύνδεση
     συνώνυμα: name binding

Πολυλεκτικοί όροι

προγραμματισμός:

Αναφορές

  1. Τεχνικές αντικειμενοστρεφούς προγραμματισμού, σελ. 24, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Πρόσβαση 2019-11-20
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.