αλληλοσύνδεση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλληλοσύνδεση οι αλληλοσυνδέσεις
      γενική της αλληλοσύνδεσης* των αλληλοσυνδέσεων
    αιτιατική την αλληλοσύνδεση τις αλληλοσυνδέσεις
     κλητική αλληλοσύνδεση αλληλοσυνδέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αλληλοσυνδέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλληλοσύνδεση < αλληλο- + σύνδεση

Ουσιαστικό

αλληλοσύνδεση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.