σχολαστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σχολαστικός | η | σχολαστική | το | σχολαστικό |
| γενική | του | σχολαστικού | της | σχολαστικής | του | σχολαστικού |
| αιτιατική | τον | σχολαστικό | τη | σχολαστική | το | σχολαστικό |
| κλητική | σχολαστικέ | σχολαστική | σχολαστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σχολαστικοί | οι | σχολαστικές | τα | σχολαστικά |
| γενική | των | σχολαστικών | των | σχολαστικών | των | σχολαστικών |
| αιτιατική | τους | σχολαστικούς | τις | σχολαστικές | τα | σχολαστικά |
| κλητική | σχολαστικοί | σχολαστικές | σχολαστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /sxo.la.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σχο‐λα‐στι‐κός
Ετυμολογία 1
- σχολαστικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σχολαστικός (αρχαία σημασία: μορφωμένος, που του αρέσει η άνεση) < σχολάζω, σχολασ- + -τικός [1]
- για τα φιλοσοφικά ρεύματα και για τη συμπεριφορά < γαλλική scolastique < λατινική scholasticus < αρχαία ελληνική σχολαστικός [2]
Επίθετο
σχολαστικός, -ή, -ό
- (φιλοσοφία) που έχει σχέση με το θεολογικό και φιλοσοφικό τρόπο σκέψης του Μεσαίωνα, με τον οποίο επιδιωκόταν η θεμελίωση των χριστιανικών αντιλήψεων και δογμάτων στη φιλοσοφία και τη λογική, κυρίως με βάση τις πλατωνικές, νεοπλατωνικές και αριστοτελικές αρχές
- (μεταφορικά, μειωτικό) που χαρακτηρίζεται από υπερβολική προσήλωση στις τυπικές λεπτομέρειες, εις βάρος της ουσίας
- που γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή
Μεταφράσεις
φιλοσοφικός όρος
που δείχνει υπερβολική προσήλωση
Ετυμολογία 2
- σχολαστικός: ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου σχολαστικός
Ουσιαστικό
σχολαστικός αρσενικό
Ετυμολογία 3
- σχολαστικός: μετάφραση της ιταλικής λέξης scolastico (σχολικός)
Επίθετο
σχολαστικός
- (παρωχημένο, σπάνιο, ιταλισμός) σχολικός, που σχετίζεται με το σχολείο, που προορίζεται για σχολική χρήση
- ※ 19ος αιώνας - Αδάμ Χ. Γάσπαρης, Σχολαστική γεωγραφία διερμηνευτική του νέου μεθοδικού σχολαστικού άτλαντος (Βιέννη: Εν τη τυπογραφία του Λεοπόλδου Γρουνδ, 1808)
- O τίτλος στην ελληνική μετάφραση, από τον Κυριακό Καπετανάκη.
- ※ 19ος αιώνας - Αδάμ Χ. Γάσπαρης, Σχολαστική γεωγραφία διερμηνευτική του νέου μεθοδικού σχολαστικού άτλαντος (Βιέννη: Εν τη τυπογραφία του Λεοπόλδου Γρουνδ, 1808)
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- σχολαστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.