fussy

Αγγλικά (en)

παραθετικά
θετικός fussy
συγκριτικός fussier
υπερθετικός fussiest

Επίθετο

fussy (en) (μειωτικό)

  1. λεπτολόγος, ψείρας, σχολαστικός, με ενδιαφέρει πάρα πολύ να έχω τα πράγματα ακριβώς όπως τα θέλω, είναι δύσκολο να με ευχαριστήσει
    He is very fussy about his clothes.
    Είναι πολύ λεπτολόγος στα ρούχα του.
    I am not fussy about food.
    Δεν είμαι σχολαστικός στο φαΐ μου.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη fastidious
  2. σχολαστικά επιλεκτικός, υποχόνδριος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.