τιτίζης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τιτίζης οι τιτίζηδες
      γενική του τιτίζη των τιτίζηδων
    αιτιατική τον τιτίζη τους τιτίζηδες
     κλητική τιτίζη τιτίζηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τιτίζης < τουρκική titiz (δύσκολος, αυστηρός, επιμελής, προσεκτικός, σχολαστικός) < οθωμανική τουρκική تتیز (titiz)

Ουσιαστικό

τιτίζης αρσενικό (θηλυκό τιτίζα)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.