λεπτολόγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λεπτολόγος η λεπτολόγος
& λεπτολόγα
το λεπτολόγο
      γενική του λεπτολόγου της λεπτολόγου
& λεπτολόγας
του λεπτολόγου
    αιτιατική τον λεπτολόγο τη λεπτολόγο
& λεπτολόγα
το λεπτολόγο
     κλητική λεπτολόγε λεπτολόγε
& λεπτολόγα
λεπτολόγο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λεπτολόγοι οι λεπτολόγοι
& λεπτολόγες
τα λεπτολόγα
      γενική των λεπτολόγων των λεπτολόγων των λεπτολόγων
    αιτιατική τους λεπτολόγους τις λεπτολόγους
& λεπτολόγες
τα λεπτολόγα
     κλητική λεπτολόγοι λεπτολόγοι
& λεπτολόγες
λεπτολόγα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λεπτολόγος < αρχαία ελληνική λεπτολόγος

Προφορά

ΔΦΑ : /le.ptoˈlo.ɣos/

Επίθετο

λεπτολόγος, -ος/-α, -ο

  • που έχει την τάση να λεπτολογεί, να επιμένει στις λεπτομέρειες ενός πράγματος

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.