σχολαστικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
σχολαστικά
<
σχολαστικός
Επίρρημα
σχολαστικά
με
επιμονή
και
προσοχή
και στην τελευταία λεπτομέρεια, με
σχολαστικότητα
Μεταφράσεις
σχολαστικά
γαλλικά
:
minutieusement
(fr)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
σχολαστικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
σχολαστικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.