μελετητής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μελετητής | οι | μελετητές |
| γενική | του | μελετητή | των | μελετητών |
| αιτιατική | τον | μελετητή | τους | μελετητές |
| κλητική | μελετητή | μελετητές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μελετητής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μελετητής (προπονητής, προγυμναστής· ρήτορας δημηγοριών)[1][2]. Μορφολογικά, μελέτ(η) + -ητής
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.le.tiˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐λε‐τη‐τής
Ουσιαστικό
μελετητής αρσενικό (θηλυκό μελετήτρια)
Αναφορές
- μελετητής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ουσιαστικό
μελετητής αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- προγυμναστής, προπονητής → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
- ρήτορας δημηγοριών
Πηγές
- λείπουν πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.