επαρκής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επαρκής | η | επαρκής | το | επαρκές |
| γενική | του | επαρκούς* | της | επαρκούς | του | επαρκούς |
| αιτιατική | τον | επαρκή | την | επαρκή | το | επαρκές |
| κλητική | επαρκή(ς) | επαρκής | επαρκές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επαρκείς | οι | επαρκείς | τα | επαρκή |
| γενική | των | επαρκών | των | επαρκών | των | επαρκών |
| αιτιατική | τους | επαρκείς | τις | επαρκείς | τα | επαρκή |
| κλητική | επαρκείς | επαρκείς | επαρκή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επαρκής < ελληνιστική ἐπαρκής
Επίθετο
επαρκής, -ής, -ές
- που κρίνεται ότι μπορεί να ανταποκριθεί ικανοποιητικά σε συγκεκριμένες ανάγκες ή απαιτήσεις
- ο τάδε θεωρείται επαρκής ως δάσκαλος
- (για ποσότητες) αρκετός
- οι ορειβάτες είχαν μαζί τους επαρκή ποσότητα τροφής για να επιβιώσουν για πέντε μέρες
Συνώνυμα
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.