σχετικώς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σχετικώς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σχετικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε σχετικ(ός) + -ώς.

Επίρρημα

σχετικώς

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.