άσχετος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | άσχετος | η | άσχετη | το | άσχετο |
| γενική | του | άσχετου | της | άσχετης | του | άσχετου |
| αιτιατική | τον | άσχετο | την | άσχετη | το | άσχετο |
| κλητική | άσχετε | άσχετη | άσχετο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | άσχετοι | οι | άσχετες | τα | άσχετα |
| γενική | των | άσχετων | των | άσχετων | των | άσχετων |
| αιτιατική | τους | άσχετους | τις | άσχετες | τα | άσχετα |
| κλητική | άσχετοι | άσχετες | άσχετα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- άσχετος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἄσχετος < στερητικό ἄ- + σχε- (< σχεῖν του ρήματος ἔχω + -τος[1]
Επίθετο
άσχετος, -η, -ο
- που δεν έχει σχέση, δεν συνδέεται, δεν σχετίζεται με το θέμα
- ↪ Αυτό που λες είναι άσχετο. Μην προσπαθείς να αποπροσανατολίσεις τη συζήτηση.
- ο αδαής, που έχει πλήρη άγνοια
- ↪ Τι λέει, ρε, ο άσχετος!
Αντώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.