σχετικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σχετικότητα οι σχετικότητες
      γενική της σχετικότητας των σχετικοτήτων
    αιτιατική τη σχετικότητα τις σχετικότητες
     κλητική σχετικότητα σχετικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σχετικότητα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα σχετικ(ότης)[1] + -ότητα, όπως στην αιτιατική < σχετικός & (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική relativité ή από τη γερμανική Relativitätstheorie[2][3]

Προφορά

ΔΦΑ : /sçe.tiˈko.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σχετικότητα

Ουσιαστικό

σχετικότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του σχετικού
     συνώνυμα: υποκειμενικότητα
     αντώνυμα: απολυτότητα, βεβαιότητα
  2. (φιλοσοφία) η σχετικοκρατία
  3. (φυσική) η θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν
     δείτε  σχετικότητα στη Βικιπαίδεια Λήμμα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σχετικότης - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
  2. σχετικότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. σχετικότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.