σχέσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | σχέσῐς | αἱ | σχέσεις |
| γενική | τῆς | σχέσεως | τῶν | σχέσεων |
| δοτική | τῇ | σχέσει | ταῖς | σχέσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | σχέσῐν | τὰς | σχέσεις |
| κλητική ὦ! | σχέσῐ | σχέσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σχέσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | σχεσέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σχέσις < θέμα σχε- (όπως στον αόριστο β' σχεῖν, ἔσχον του ἔχω) + -σις < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *seǵʰ-[1]
Ουσιαστικό
σχέσις θηλυκό
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- σχέσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σχέσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.