σφήνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σφήνα | οι | σφήνες |
| γενική | της | σφήνας | των | σφηνών |
| αιτιατική | τη | σφήνα | τις | σφήνες |
| κλητική | σφήνα | σφήνες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σφήνα < αρχαία ελληνική σφήν
Ουσιαστικό
σφήνα θηλυκό
- το εργαλείο φτιαγμένο από διάφορα υλικά (ξύλο, μέταλλο κ.λπ.) και σε διάφορα σχήματα (τριγωνικό πρίσμα, κωνικό, κυλινδρικό κ.ά.), που τοποθετείται σ' ένα αντικείμενο που θέλουμε να το κόψουμε ή να το χωρίσουμε σε μικρότερα τμήματα
- το εργαλείο που χρησιμοποιείται για να συνδέσουμε ή να στερεώσουμε διάφορα αντικείμενα
- οτιδήποτε μοιάζει με σφήνα (1, 2)
- ※ Μα ο πόθος δε χορταίνει όσο κι α φάει, / μες την καρδιά μου μπήγεται σα σφήνα. (Λορέντζος Μαβίλης, Έρως και θάνατος)
- (μεταφορικά) κάτι που διακόπτει μια πορεία ή μια διαδικασία, παρεμβαλλόμενο ανάμεσα
- αυτή η είδηση μπήκε σφήνα, την τελευταία στιγμή προλάβαμε το τυπογραφείο
Συγγενικά
- αποσφηνωμένος
- αποσφηνώνω
- αποσφήνωση
- ασφήνωτος
- ενσφηνωμένος
- ενσφηνώνω
- ενσφήνωση
- ξεσφήνωμα
- ξεσφηνώνω
- σφηνάκι
- σφηναπιθώνω
- σφηνάρα
- σφηνάρι
- σφηνάτος
- σφηνογένης
- σφηνοειδής
- σφηνοειδώς
- σφηνοκέφαλος
- σφηνόλιθος
- σφηνομπολιάζω
- σφηνοπώγων / σφηνοπώγωνας
- σφηνούλα
- σφήνωμα
- σφηνωμένος
- σφηνώνω
- σφήνωση
- σφηνωτά
- σφηνωτός
-
σφήνα στη Βικιπαίδεια

- Κλινοβός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
