σφηνωτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σφηνωτός η σφηνωτή το σφηνωτό
      γενική του σφηνωτού της σφηνωτής του σφηνωτού
    αιτιατική τον σφηνωτό τη σφηνωτή το σφηνωτό
     κλητική σφηνωτέ σφηνωτή σφηνωτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σφηνωτοί οι σφηνωτές τα σφηνωτά
      γενική των σφηνωτών των σφηνωτών των σφηνωτών
    αιτιατική τους σφηνωτούς τις σφηνωτές τα σφηνωτά
     κλητική σφηνωτοί σφηνωτές σφηνωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο

σφηνωτός

  1. που μοιάζει με σφήνα, που έχει σχήμα σφήνας
  2. σφηνωμένος, βαλμένος ως σφήνα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.