πρίσμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πρίσμα | τα | πρίσματα |
| γενική | του | πρίσματος | των | πρισμάτων |
| αιτιατική | το | πρίσμα | τα | πρίσματα |
| κλητική | πρίσμα | πρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Σχέδιο εξάδερου πρίσματος.

γυάλινο πρίσμα
Ετυμολογία
- πρίσμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πρῖσμα (αρχαία σημασία: πριονίδι ή τραύμα από πριόνι) < αρχαία ελληνική πρίω (=πριονίζω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpɾi.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρί‐σμα
Ουσιαστικό
πρίσμα ουδέτερο
- (γεωμετρία) πολύεδρο με παράλληλες δύο απέναντι πλευρές και τις υπόλοιπες πλευρές κάθετες σε αυτές τις δύο
- ↪ τα πρίσματα έχουν διάφορους αριθμούς εδρών, έχουν βάση, έδρες ή πλευρές, ακμές, έχουν όγκο και εμβαδόν.
- (οπτική) διαφανές αντικείμενο με επίπεδες πλευρές το οποίο εκτρέπει και αναλύει το φως
- (μεταφορικά) τρόπος αντίληψης μιας κατάστασης από πολλές πλευρές, όπως οι έδρες ενός πρίσματος
- ↪ Όταν δεις τη Γεωμετρία του Ευκλείδη υπό το πρίσμα της επιστήμης καταλαβαίνεις τη συμβολή του στην εξέλιξη της θεμελίωσης των μαθηματικών.
- ≈ συνώνυμα: σκοπιά, οπτική γωνία
Εκφράσεις
- κανονικό πρίσμα
- κολοβό πρίσμα
- ορθό πρίσμα
- πλάγιο πρίσμα
- υπό το πρίσμα
Συγγενικά
- αντίπρισμα
- πολυπρισματικός
- πολυπρισματικότητα
- πρισματικά
- πρισματικός
- πρισματικότητα
- πρισματοειδής
- πρισματοειδώς
-
πρίσμα (γεωμετρία) στη Βικιπαίδεια

-
prism (geometry) στην αγγλική Βικιπαίδεια

-
πρίσμα (οπτική) στη Βικιπαίδεια

επίσης
Αναφορές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.