ενσφήνωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενσφήνωση οι ενσφηνώσεις
      γενική της ενσφήνωσης* των ενσφηνώσεων
    αιτιατική την ενσφήνωση τις ενσφηνώσεις
     κλητική ενσφήνωση ενσφηνώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενσφηνώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ενσφήνωση < ενσφηνώνω + -ση

Ουσιαστικό

ενσφήνωση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.