σφηνάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σφηνάκι τα σφηνάκια
      γενική
    αιτιατική το σφηνάκι τα σφηνάκια
     κλητική σφηνάκι σφηνάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σφηνάκι < σφήν(α) + υποκοριστικό επίθημα -άκι, σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική shot

Ουσιαστικό

σφηνάκι ουδέτερο

  • schnapps

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.