σφήν

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σφήν οἱ σφῆνες
      γενική τοῦ σφηνός τῶν σφηνῶν
      δοτική τῷ σφηνῐ́ τοῖς σφησῐ́(ν)
    αιτιατική τὸν σφῆν τοὺς σφῆνᾰς
     κλητική ! σφήν σφῆνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σφῆνε
γεν-δοτ τοῖν  σφηνοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'μήν' όπως «μήν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σφήν < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

σφήν αρσενικό

  1. σφήνα
  2. όργανο βασανισμού

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.