σφήνωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σφήνωση οι σφηνώσεις
      γενική της σφήνωσης* των σφηνώσεων
    αιτιατική τη σφήνωση τις σφηνώσεις
     κλητική σφήνωση σφηνώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σφηνώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σφήνωση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

σφήνωση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.