παρεμβάλλομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παρεμβάλλομαι < παθητική φωνή του ρήματος παρεμβάλλω

Ρήμα

παρεμβάλλομαι

μην παρεμβάλλεστε παρακαλώ, ας ολοκληρώσει πρώτα ο ομιλητής
Παρεμβλήθηκαν παράσιτα και δεν σε άκουσα. Για ξαναπές το!"

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.