σφηνοειδής
Νέα ελληνικά (el)

σφηνοειδής γραφή από την αρχαία Αίγυπτο
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σφηνοειδής | η | σφηνοειδής | το | σφηνοειδές |
| γενική | του | σφηνοειδούς* | της | σφηνοειδούς | του | σφηνοειδούς |
| αιτιατική | τον | σφηνοειδή | τη | σφηνοειδή | το | σφηνοειδές |
| κλητική | σφηνοειδή(ς) | σφηνοειδής | σφηνοειδές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σφηνοειδείς | οι | σφηνοειδείς | τα | σφηνοειδή |
| γενική | των | σφηνοειδών | των | σφηνοειδών | των | σφηνοειδών |
| αιτιατική | τους | σφηνοειδείς | τις | σφηνοειδείς | τα | σφηνοειδή |
| κλητική | σφηνοειδείς | σφηνοειδείς | σφηνοειδή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σφηνοειδής < αρχαία ελληνική σφηνοειδής < σφήν + εἶδος
Επίθετο
σφηνοειδής
- που μοιάζει με σφήνα
- (για γραφή) που τα σύμβολά της αποτελούνται από σχήματα σαν σφήνες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.