συντηρούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συντηρούμαι < παθητική φωνή του συντηρώ

Ρήμα

συντηρούμαι

  1. διατηρώ τον εαυτό μου σε καλή κατάσταση
  2. θρέφομαι και τα βγάζω πέρα, εξασφαλίζω πόρους για τα βασικές ανάγκες μου από κάτι
  3. (για άψυχα) με διατηρούν σε ασφαλείς και υγιεινές συνθήκες ώστε να μπορώ να το χρησιμοποιήθώ αργότερα ή με φροντίζουν κατά καιρούς ώστε να μένω σε καλή κατάσταση
    συντηρούνται τα ωάρια, τα τρόφιμα, τα ποτά, τα υλικά, τα έργα τέχνης

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.