συντηρούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συντηρούμαι < παθητική φωνή του συντηρώ
Ρήμα
συντηρούμαι
- διατηρώ τον εαυτό μου σε καλή κατάσταση
- θρέφομαι και τα βγάζω πέρα, εξασφαλίζω πόρους για τα βασικές ανάγκες μου από κάτι
- (για άψυχα) με διατηρούν σε ασφαλείς και υγιεινές συνθήκες ώστε να μπορώ να το χρησιμοποιήθώ αργότερα ή με φροντίζουν κατά καιρούς ώστε να μένω σε καλή κατάσταση
- συντηρούνται τα ωάρια, τα τρόφιμα, τα ποτά, τα υλικά, τα έργα τέχνης
Συγγενικά
- συντήρηση
- συντηρητικός
- συντηρητικά
- συντηρούμενος
- συντηρημένος
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συντηρούμαι | συντηρούμουν | θα συντηρούμαι | να συντηρούμαι | συντηρούμενος | |
| β' ενικ. | συντηρείσαι | συντηρούσουν | θα συντηρείσαι | να συντηρείσαι | ||
| γ' ενικ. | συντηρείται | συντηρούνταν | θα συντηρείται | να συντηρείται | ||
| α' πληθ. | συντηρούμαστε | συντηρούμασταν συντηρούμαστε |
θα συντηρούμαστε | να συντηρούμαστε | ||
| β' πληθ. | συντηρείστε | συντηρούσασταν συντηρούσαστε |
θα συντηρείστε | να συντηρείστε | συντηρείστε | |
| γ' πληθ. | συντηρούνται | συντηρούνταν | θα συντηρούνται | να συντηρούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συντηρήθηκα | θα συντηρηθώ | να συντηρηθώ | συντηρηθεί | ||
| β' ενικ. | συντηρήθηκες | θα συντηρηθείς | να συντηρηθείς | συντηρήσου | ||
| γ' ενικ. | συντηρήθηκε | θα συντηρηθεί | να συντηρηθεί | |||
| α' πληθ. | συντηρηθήκαμε | θα συντηρηθούμε | να συντηρηθούμε | |||
| β' πληθ. | συντηρηθήκατε | θα συντηρηθείτε | να συντηρηθείτε | συντηρηθείτε | ||
| γ' πληθ. | συντηρήθηκαν συντηρηθήκαν(ε) |
θα συντηρηθούν(ε) | να συντηρηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω συντηρηθεί | είχα συντηρηθεί | θα έχω συντηρηθεί | να έχω συντηρηθεί | συντηρημένος | |
| β' ενικ. | έχεις συντηρηθεί | είχες συντηρηθεί | θα έχεις συντηρηθεί | να έχεις συντηρηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει συντηρηθεί | είχε συντηρηθεί | θα έχει συντηρηθεί | να έχει συντηρηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε συντηρηθεί | είχαμε συντηρηθεί | θα έχουμε συντηρηθεί | να έχουμε συντηρηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε συντηρηθεί | είχατε συντηρηθεί | θα έχετε συντηρηθεί | να έχετε συντηρηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν συντηρηθεί | είχαν συντηρηθεί | θα έχουν συντηρηθεί | να έχουν συντηρηθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.