καλοσυντηρημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καλοσυντηρημένος | η | καλοσυντηρημένη | το | καλοσυντηρημένο |
| γενική | του | καλοσυντηρημένου | της | καλοσυντηρημένης | του | καλοσυντηρημένου |
| αιτιατική | τον | καλοσυντηρημένο | την | καλοσυντηρημένη | το | καλοσυντηρημένο |
| κλητική | καλοσυντηρημένε | καλοσυντηρημένη | καλοσυντηρημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καλοσυντηρημένοι | οι | καλοσυντηρημένες | τα | καλοσυντηρημένα |
| γενική | των | καλοσυντηρημένων | των | καλοσυντηρημένων | των | καλοσυντηρημένων |
| αιτιατική | τους | καλοσυντηρημένους | τις | καλοσυντηρημένες | τα | καλοσυντηρημένα |
| κλητική | καλοσυντηρημένοι | καλοσυντηρημένες | καλοσυντηρημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καλοσυντηρημένος < καλο- + συντηρημένος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.ko.sin.di.ɾiˈme.nos/
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
καλοσυντηρημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.