δημοσυντήρητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δημοσυντήρητος | η | δημοσυντήρητη | το | δημοσυντήρητο |
| γενική | του | δημοσυντήρητου | της | δημοσυντήρητης | του | δημοσυντήρητου |
| αιτιατική | τον | δημοσυντήρητο | τη | δημοσυντήρητη | το | δημοσυντήρητο |
| κλητική | δημοσυντήρητε | δημοσυντήρητη | δημοσυντήρητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δημοσυντήρητοι | οι | δημοσυντήρητες | τα | δημοσυντήρητα |
| γενική | των | δημοσυντήρητων | των | δημοσυντήρητων | των | δημοσυντήρητων |
| αιτιατική | τους | δημοσυντήρητους | τις | δημοσυντήρητες | τα | δημοσυντήρητα |
| κλητική | δημοσυντήρητοι | δημοσυντήρητες | δημοσυντήρητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
δημοσυντήρητος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.